Συλλυπητήριο
«Μια νύκτα που χαμήλωσαν τα σύννεφα του κόσμου
έγινες Άστρο της Αυγής…»
Και η σιωπή ήχος είναι. Γλώσσα είναι.
Και το δάκρυ. Λέξεις είναι. Αναρίθμητες λέξεις…
Σιωπές και δάκρυα πλημμύρισαν κι αντήχησαν την Κυριακή, ημέρα του Σταυρού, στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη στο Λουτράκι Κορινθίας. Σιωπές και δάκρυα που καταδίκασαν τ΄ άδικο. Καταδίκασαν την επιπολαιότητα, την απροσεξία, την ανευθυνότητα, τα ανεπίτρεπτα λάθη που σκορπούν θάνατο, πόνο κι απελπισία, αλλάζουν και ανατρέπουν ζωές ανθρώπων που δεν έφταιξαν πουθενά και τις βυθίζουν στο πένθος. Σιωπές και δάκρυα που θρήνησαν τον απρόσμενο, τον αδόκητο και πρόωρο θάνατο ενός νέου ανθρώπου. Ενός καλού και ηθικού οικογενειάρχη. Τίμιου, εργατικού και αυτοδημιούργητου ανθρώπου, με ενέργεια, ζωντάνια και αισιοδοξία για τη ζωή και το αύριο. Ενός ατόμου ευγενικού, καλόκαρδου, καλοσυνάτου κι αξιαγάπητου, του Γιώργου Νικολόπουλου. Σιωπές φώναξαν και δάκρυα κύλησαν φανερώνοντας την απέραντη θλίψη και τον ανείπωτο, άφατο και βαθύ πόνο όλων, μα προπαντός της κόρης, της συζύγου, του αδελφού, των συγγενών και των φίλων.
Κείνες τις ώρες ο νους δεν μπόρεσε παρά να ανατρέξει στον τόπο του «κακού», εκεί, λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι του. Εκεί που άνθισε με μιας η πίκρα κι η οδύνη. Είδε τον 25χρονο Ολλανδό να έρχεται με ταχύτητα, να μην ελέγχει τον δρόμο και να πέφτει πάνω στο διερχόμενο δίκυκλο. Να χτυπά τ΄ ανυποψίαστο κορμί, να το λυγίζει σαν το κλωνάρι της ιτιάς και να γεμίζει σκοτεινιά τα φωτεινά του μάτια.
Γύρισε πίσω στον χρόνο. Στ΄ αλαργινό μα και στο κοντινό το παρελθόν. Είδε γιορτές, τραπέζια, γλέντια, παρέες… Άκουσε γέλια, αστεία, μουσικές… Ένιωσε τη χαρά, τον πλούτο της ψυχής, το γέμισμα της ζωής…Ένιωσε την ευτυχία.
Περιδιάβηκε στο αύριο, σε μονοπάτια πόνου. Σε λύπες που κανείς δεν τις ήξερε…
Οδυνηρή Απουσία. Σβησμένα χαμόγελα. Άδειες αγκαλιές. Μοναξιά κι ορφάνια…
Στη θέα της ανοιχτής γης, στη θέα του ακίνητου, του άπνοου κορμιού, που μονοκονδυλιά ο παγερός ο θάνατος έσβησε τη θέρμη της ζωής του, η ψυχή ρίγησε. Η καρδιά ράγισε. Τα δάκρυα ξεχύθηκαν ποτάμι για να γενούν αθάνατο νερό, να πιουν τα χείλη, να αναστηθεί -αλίμονο – το άψυχο κορμί.
Γη της Κορινθίας,
που πήρες για πάντα κοντά σου το λεβεντόπαιδο της Βιάννου και της Αρκαδίας, ας τού ζεσταίνεις το πονεμένο του κορμί τις κρύες νύχτες του χειμώνα κι ας το δροσίζεις στις ζέστες του καλοκαιριού.
Εσύ μάνα,
εκεί ψηλά στον ουρανό, έχε ανοικτή παντοτινά την αγκαλιά, για να κουρνιάσει ο πρωτογιός τούς πόνους τού ματωμένου του κορμιού.
Κι εσύ, Άστρο,
εκεί ψηλά στα ουράνια, που κάθε απόβραδο και κάθε Αυγή σε βλέπουν, σε χαιρετούν και σού γλυκομιλούν τα αγγελούδια του, ας γίνεις φως στον δρόμο τους να διώχνεις τις συννεφιές και τις σκιές απ’ τη ζωή τους. Ράγιζε φόβους και στέλνε αγγέλους στο διάβα τους. Είναι μικρά ακόμη. Το ξέρεις…
Αγαπημένε μας,
πάντα θα σ΄ έχουμε μαζί μας, μες στην καρδιά και μες στη σκέψη μας. Κλειδί της λησμονιάς δε θα γυρίσουμε ποτέ. Κι αν σε γυρέψουμε, ξέρουμε πού. Εκεί, στις λίμνες των ματιών της 20χρονης πανώριας Έλιας, της κατάξανθης 6χρονης Θεοδώρας και του 4χρονου Χαράλαμπου θε να σε βρούμε… Εκεί, στα πανέμορφα, τ΄ αθώα μάτια των παιδιών σου. Εκεί, στη γλύκα των προσώπων τους.
Έφυγες νωρίς. Ήταν νωρίς για θάνατο…
Αλησμόνητη να είναι η μνήμη σου, πρωτοξάδελφε αγαπημένε μου.
Γελασάκη Ελένη”