Ο σπουδαίος καλλιτέχνης – κιθαρίστας Παναγιώτης Μάργαρης, που την Παρασκευή 1η Αυγούστου 2025 και στα πλαίσια του φετινού Loutraki Festival , θα διασκεδάσει το κορινθιακό κοινό και όχι μόνο, στο Λουτράκι, παρέα με την φωνή και την κιθάρα του Χρήστου Θηβαίου, μίλησε σήμερα στην hmerisiakorinthou.gr.
Ο καλλιτέχνης με τις 1876 , περίπου, μέχρι σήμερα συναυλίες ! μας μιλά καταρχήν για το πώς ξεκίνησε αυτό το μουσικό ταξίδι και πώς τελικά έγινε τρόπος ζωής και λατρεία…Μας λέει ακόμη για την γνωριμία του με τον Χρήστο Θηβαίο και την πολύ καλή συνεργασία που έχουν. Όσο για την συναυλία στο Λουτράκι; Εκεί οι δυο καλλιτέχνες ετοιμάζουν για το κοινό μια δυνατή έκπληξη!
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Ερωτ: Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με την κιθάρα; Πότε κατάλαβες ότι αυτό θα ήταν το επάγγελμά σου;
Απ.: Η σχέση μου με την κιθάρα ξεκίνησε το μακρινό 1984 ουσιαστικά. Τότε πρωτοξεκίνησα τις σπουδές, όταν ήμουν μαθητής της Πρώτης Γυμνασίου. Θυμάμαι, είχαμε πάει ένα επαγγελματικό ταξίδι με τους γονείς μου στη Ρωσία και εκεί που μάς έκαναν ξενάγηση μέσα στο πούλμαν υπήρχε ένας μουσικός, ο οποίος έπαιζε τρομπέτα, ένας πολύ καλός μουσικός κλασικός. Σαν μικρό παιδί, με γοήτευσε ο ήχος της μουσικής, της τρομπέτας συγκεκριμένα. Κάτι πυροδότησε μέσα μου αυτός ο ήχος. Γυρνώντας, λοιπόν, στην Αθήνα ζήτησα από τους γονείς μου να με γράψουν στο Ωδείο να μάθω τρομπέτα. Πήγα με τη μητέρα μου στο Ελληνικό Ωδείο, παράρτημα Νέας Σμύρνης και για καλή μου τύχη. Τελικά, δεν είχε τμήμα τρομπέτας και η Διευθύντρια του Ωδείου με κατηύθυνε ή στην κλασσική κιθάρα ή στο κλασσικό πιάνο. Και με παρότρυνε να διαλέξω την κλασσική κιθάρα, λόγω του ότι είναι ένα όργανο το οποίο το μεταφέρεις παντού μαζί σου και έχει τις ίδιες πολυφωνικές δυνατότητες με το πιάνο. Και εγώ ενστικτωδώς, λοιπόν, διάλεξα την κιθάρα και έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι!
Στα πρώτα χρόνια ήμουνα ένας τυπικός μαθητής κιθάρας στο Ωδείο, δεν το είχα δει σοβαρά το θέμα. Το έβλεπα σαν ένα μάθημα απλά. Αλλά όταν πήγα στην Γ’ Λυκείου, εκεί, κάτι “πυροδοτήθηκε” μέσα μου έντονα, ανακάλυψα ότι θέλω να ασχοληθώ με τη μουσική. Ένα ένστικτο με οδήγησε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Το ανακοίνωσα στους γονείς μου, είχαν φυσικά τις αντιρρήσεις τους, όπως όλοι οι γονείς, που φοβούνται να ασχοληθεί κάποιος με τη μουσική επαγγελματικά, γιατί όντως είναι ένας δύσκολος δρόμος για να πετύχεις. Και μού έλεγαν: «Μπες στο Πανεπιστήμιο, στις Οικονομικές Επιστήμες πρώτα, και το κάνεις παράλληλα». Βεβαίως, αυτό, τώρα πια έχω καταλάβει ότι δεν γίνεται να το κάνεις παράλληλα. Είναι σαν να λες ότι ο Μέσσι στο ποδόσφαιρο θα μπορούσε να είχε γίνει αυτός που έγινε, αν είχε και μια δεύτερη δουλειά, για να έχει ασφάλεια, αρχιτέκτονας για παράδειγμα! Ή ο Φέντερερ ή ο Τζόκοβιτς στο τένις, ας έμπαινε και σε μια σχολή για να έχει την ασφάλεια! Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται. Όταν θέλεις να ασχοληθείς με κάτι σε πολύ υψηλό επίπεδο παγκοσμίως, πρέπει να αφιερώσεις τη ζωή σου σ’ αυτό.
Έτσι λοιπόν και εγώ αφιέρωσα τη ζωή μου στην κιθάρα. Γνωρίστηκα με τον Νότη Μαυρουδή, τον καθηγητή μου στη κιθάρα, που ήταν ένας ήδη αναγνωρισμένος κιθαρίστας και συνθέτης, και εκεί ουσιαστικά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Εκεί λοιπόν, άρχισα να βελτιώνομαι, άρχισα να διαβάζω πάρα πολλές ώρες και μπήκα στον δρόμο αυτόν και έτσι ανακάλυψα τη μεγάλη αγάπη της ζωής μου, που είναι η μουσική και η κιθάρα.
Ερωτ: Έχεις παίξει σε εκατοντάδες σκηνές. Ποια στιγμή ή συναυλία σού έχει μείνει έντονα στη μνήμη;
Απ.: Κρατάω ημερολόγιο από τότε που ξεκίνησα τις εμφανίσεις μου, όταν ήμουνα 18 χρονών. Είχα ξεκινήσει να παίζω από τότε σε κάποιες μουσικές σκηνές, σε συναυλίες… Γενικά έχω πραγματοποιήσει μέχρι τώρα 1876 συναυλίες, αν δεν κάνω λάθος, έναν τεράστιο αριθμό συναυλιών. Έχει γίνει πια τρόπος ζωής για μένα να εμφανίζομαι και να παίζω σε συναυλίες. Είναι κάτι πραγματικά πολύ σπουδαίο, που λατρεύω να το κάνω.
Είναι, λοιπόν, τόσες πολλές οι εμφανίσεις που δεν θυμάμαι να διακρίνω κάποιες συγκεκριμένες. Σίγουρα, όσες φορές έχω παίξει στο Ηρώδειο είναι μια μοναδική εμπειρία. Το Ηρώδειο είναι ένας χώρος που πραγματικά θέλει πολύ μεγάλες ψυχικές δυνάμεις για να μπορέσεις να σταθείς, να συγκεντρωθείς και να είσαι πολύ καλός. Σε «καταπίνει» το Ηρώδειο πραγματικά, είναι ένας πολύ δύσκολος χώρος για να παίξεις, είναι μια εμπειρία έντονη, τεράστια.
Επίσης, μια συναυλία που θυμάμαι πολύ έντονα ήταν και στο Μπουένος Άϊρες, στην Αργεντινή, όπου θυμάμαι ότι ο κόσμος ήταν απίστευτα θερμός, με πολύ πάθος, με πολύ ταπεραμέντο. Γενικά, η Αργεντινή είναι έτσι και το Μπουένος Άϊρες είναι μια περιοχή, όπου θα μπορούσα να ζήσω για πάντα. Είναι ηλιόλουστη, αλλάζουν οι καιρικές συνθήκες ανά πάσα στιγμή, ο κόσμος βγαίνει το βράδυ στις 12 η ώρα στους δρόμους για να πάει για φαγητό, είναι πάρα πολύ σαν και μας και ακόμα πιο έντονοι οι Αργεντίνοι.
Και, επίσης, μια ακόμα συναυλία που θυμάμαι είναι στην Αντίς Αμπέμπα, στην Αιθιοπία, το 2007. Είναι μια πρωτεύουσα με ανθρώπους οι οποίοι ζουν όντως σε σπίτια πολύ φτωχά, σε παράγκες κ.τ.λ., αλλά έχουν πραγματικά τόσο φως! Χαμογελούσαν τα μάτια τους όταν τους βλέπαμε κάθε φορά που περπατούσαμε στο δρόμο. Ήταν δηλαδή μια πολύ εντυπωσιακή εμπειρία αυτή, στην Αντίς Αμπέμπα.
Ερωτ: Πώς γνωρίστηκες με τον Χρήστο Θηβαίο; Τι σε τράβηξε σε αυτή τη συνεργασία;
Απ.: Με τον Χρήστο γνωριστήκαμε το 1998, στις ηχογραφήσεις του «Μεγάλου Θυμού», όπου εκεί, σε αυτό το σήριαλ, ο Χρήστος τραγούδησε το τραγούδι των τίτλων το «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα», που έχει γίνει πια ένα αγαπημένο και διαχρονικό τραγούδι. Εκεί λοιπόν έπαιξα εγώ κιθάρα σ’ αυτό το τραγούδι των τίτλων στην πρώτη εκτέλεση. Εκεί γνωριστήκαμε για πρώτη φορά, υπήρχε μεγάλη συμπάθεια από τότε. Τότε ήμασταν και οι δύο μικρά παιδιά, ουσιαστικά, πολύ μικροί. Μετά ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του επαγγελματικά. Εγώ πάντοτε παρακολουθούσα τον Χρήστο και αυτός εμένα – απ’ ό,τι το συζητήσαμε στην πορεία. Και πάντα είχαμε στο μυαλό μας να κάνουμε κάτι μαζί.
Πριν από τρία χρόνια, μού τηλεφώνησαν από τον Δήμο Σύρου να πραγματοποιήσω μια συναυλία στο Θέατρο «Απόλλων», ένα καταπληκτικό θέατρο που έχει εκεί, ένα στολίδι, το οποίο είναι σαν μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνο. Μού ήρθε στο μυαλό μου ο Χρήστος, να κάνουμε μαζί αυτό το ρεσιτάλ για κιθάρα και φωνή. Τού τηλεφώνησα και δέχθηκε με χαρά, γιατί δεν είχε παίξει ποτέ μέσα σ’ αυτό το θέατρο και το ήθελε πολύ. Έτσι λοιπόν κάναμε μια αξέχαστη συναυλία, μαγική πραγματικά, ο κόσμος στο τέλος τέσσερις φορές μάς κάλεσε στη σκηνή, θυμάμαι. Ήταν μια εντυπωσιακή συναυλία, περάσαμε πολύ καλά και οι δύο επί σκηνής, είχαμε μια φοβερή καλλιτεχνική χημεία και ανθρώπινη όμως. Και εκεί, λοιπόν, είπαμε αυτό το ντουέτο να το «τρέξουμε» διαχρονικά. Και από, εδώ και τρία χρόνια, έχουμε κάνει πάνω από 50-60 συναυλίες και συνεχίζουμε ακάθεκτοι, γιατί είναι κάτι που μας αρέσει και στους δύο πάρα πολύ και θέλουμε να το έχουμε διαχρονικά αυτό το ντουέτο, ανεξαρτήτως από το τι κάνει ο καθένας την προσωπική του καριέρα.
Ερωτ: Πώς «παντρεύονται» η δική σου κλασική προσέγγιση με την έντονη ερμηνευτική ενέργεια του Χρήστου Θηβαίου;
Απ.: «Παντρεύονται» πάρα πολύ αρμονικά, γιατί κινούμαστε στην ίδια μουσική αισθητική με τον Χρήστο. Ο Χρήστος δεν τραγουδάει όπως ένας τυπικός τραγουδιστής. Πολλοί τραγουδιστές έχουν συνηθίσει να τραγουδάνε με συγκεκριμένη ένταση από την αρχή έως το τέλος σ’ ένα κομμάτι. Έχουν απλά μια χροιά κι αυτό είναι όλο.
Ο Χρήστος τραγουδάει σαν ένας μεγάλος κλασσικός ερμηνευτής. Κάνει δηλαδή τον ψίθυρο κι εκεί που ψιθυρίζει μπορεί ξαφνικά η φωνή του να γίνει πιο έντονη, να δυναμώσει, μετά να επιβραδύνει. Δηλαδή τραγουδάει με πάρα πολύ μεγάλες λεπτομέρειες, με πολύ καλή αισθητική και ο τρόπος αυτός ταιριάζει πάρα πολύ μ’ αυτό που κάνω κι εγώ ουσιαστικά. Γιατί, για να μπορέσεις να συμβαδίσεις με ένα μουσικό όργανο πολυφωνικό, όπως η κιθάρα σε υψηλό επίπεδο, πρέπει να έχεις αυτό το στοιχείο απαραιτήτως. Αν δεν το έχεις και παίζεις με μια μονότονη, συνεχόμενη, ίδια ένταση, δεν αρέσεις στο ακροατήριο. Ο Χρήστος λοιπόν τραγουδάει σαν ένας μεγάλος μουσικός. Αυτό μας έχει κάνει και έχουμε απόλυτη χημεία.
Ερωτ: Ποιο είναι το βασικό μήνυμα που θέλεις να μεταφέρεις μέσα από τις παραστάσεις σου;
Απ.: Ο σκοπός των παραστάσεων είναι η επαφή με την ψυχή μας και το συναίσθημά μας. Για να θεωρήσω μια παράσταση πετυχημένη θα πρέπει να νιώσω αυτόν τον ηλεκτρισμό και τη συγκίνηση που νιώθει το ακροατήριο και τη μεταδίδει και σε μας τους καλλιτέχνες επί σκηνής. Το να είσαι άψογος στις νότες, άψογος τεχνικά, αλλά να μη βγάζεις συναίσθημα, είναι αποτυχία στη συναυλία. Και είμαστε σε μια εποχή που το συναίσθημα και η βαθιά ψυχή έχουνε κομβικό πια ρόλο σ’ αυτήν την εποχή τη δύσκολη, της τεχνητής νοημοσύνης, των social media, που όλοι μας έχουμε λίγο απομακρυνθεί από το συναίσθημα. Είναι βασικός ρόλος όλων ημών των καλλιτεχνών να επαναφέρουμε τους θεατές κοντά στο συναίσθημα.
Ερωτ.: Μίλησε μας συγκεκριμένα και για τη μουσική παράσταση «2», που θα παρουσιάσετε με τον Χρήστο Θηβαίο στο Λουτράκι την 1η Αυγούστου.
Απ.: Να πω κατ’ αρχήν ότι χαίρομαι πολύ που θα έρθω στο Λουτράκι. Αν θυμάμαι καλά, δεν έχω ξανακάνει συναυλία εκεί. Είναι από τις ελάχιστες περιοχές που δεν έχω παίξει. Κι απ’ ό,τι έχω μάθει, είναι και ωραίο το Θέατρο «Παντελής Ζερβός», εκεί που θα γίνει το Φεστιβάλ Λουτρακίου. Είναι ατμοσφαιρικός ο χώρος.
Η παράσταση λοιπόν αυτή έχει να κάνει πάρα πολύ με τον ήχο της κιθάρας. Γιατί παίζει και ο Χρήστος κιθάρα. Σαν τραγουδοποιός που είναι, παίζει αρκετά καλή κιθάρα. Βοηθάει σε πολλά κομμάτια δηλαδή, είναι πολύ καλός μουσικός. Οπότε θα είμαστε και οι 2 επί σκηνής και θα παίξουμε πολλά κομμάτια. Φυσικά δεν θα λείψουν τα τραγούδια-ύμνοι που είχε την τύχη να ερμηνεύσει ο Χρήστος, όπως «ο Άμλετ της Σελήνης», «Δεν είμαι άλλος», «Μικρή πατρίδα», «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα», «Βροχή μου» και πολλά ακόμα. Θα ακουστούν όλα αυτά τα κομμάτια μέσα από τη δική μου οπτική ματιά, τη μουσική.
Θα παίξω κομμάτια από την προσωπική μου δισκογραφία, όπως για παράδειγμα από το άλμπουμ που ηχογράφησα το 2017 με τη συνεργασία με τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, όπου ερμήνευσε κομμάτια του Μίκη σε δικές μου διασκευές και πολλά ακόμα από τον κινηματογράφο. Θα παίξω δηλαδή γύρω στα 8 κομμάτια σόλο.
Αλλά υπάρχουν και πολλές μουσικές εκπλήξεις, δηλαδή κομμάτια ανατρεπτικά που δεν περιμένει κανείς να τα ακούσει από μας τους δύο, αλλά τα έχουμε φέρει στα δικά μας “νερά” και τα παρουσιάζουμε με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, που νομίζω ότι θα είναι μια πολύ δυνατή έκπληξη για το ακροατήριο.
Γιώργος Παλαιτσάκης