Από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση, που δραστηριοποιούταν στην εισαγωγή και διακίνηση στη χώρα μας, απομιμητικών προϊόντων μέσω ιστοσελίδων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όπως αναφέρει σε δελτίο Τύπου η ΕΛ.ΑΣ: «Στο πλαίσιο οργανωμένης αστυνομικής επιχείρησης, σε διάφορες περιοχές της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, συνελήφθησαν 14 μέλη (13 ημεδαποί και αλλοδαπός) της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για τα, κατά περίπτωση αδικήματα, της εγκληματικής οργάνωσης, πλαστογραφίας, απάτης, νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για παραβάσεις της νομοθεσίας για τα σήματα, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 7 άτομα κατηγορούμενοι για τα ίδια αδικήματα. Όπως προέκυψε, η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2020, διαρθρωμένη σε 3 συνεργαζόμενες ομάδες, τα μέλη των οποίων προμηθεύονταν από την Κίνα και την Τουρκία απομιμητικά είδη, τα οποία στη συνέχεια εμπορεύονταν μέσω ιστοσελίδων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που δήλωναν σε ανύπαρκτα άτομα, ενώ για την απόκρυψη των δραστηριοτήτων τους, δημιούργησαν και διαχειρίζονταν «εικονικές» εταιρείες. Για να πετύχουν τον σκοπό τους, μέσω του διαδικτύου, διαφήμιζαν τα «επώνυμα είδη» ένδυσης και υπόδησης, σε τιμές ευκαιρίας με υποτιθέμενες εκπτώσεις – προσφορές, της τάξης του 60%, προκειμένου παραπλανητικά να πείθουν ανυποψίαστους καταναλωτές για τη γνησιότητα των εμπορευμάτων που αγοράζουν. Οι παραγγελίες αποστέλλονταν στους πελάτες μέσω εταιρειών ταχυμεταφορών- courier χωρίς να εκδίδονται φορολογικά παραστατικά, ενώ ως αποστολείς αναγράφονταν φυσικά και νομικά πρόσωπα – αχυράνθρωποι. Πιο αναλυτικά, ως προς τη λειτουργία των 3 ομάδων, προέκυψε ότι: Η πρώτη ομάδα, η οποία αποτελούνταν από 4 άτομα (3 άνδρες – 1 γυναίκα), είχε προβεί στην κατοχύρωση και λειτουργία ιστοτόπων εμπορίας ειδών ρουχισμού και υποδημάτων, επ’ ονόματι ανύπαρκτων φυσικών προσώπων, μέσω των οποίων εμπορευόταν απομιμητικά προϊόντα επώνυμων οίκων μόδας. Παράλληλα, η γυναίκα, διαχειριζόταν το τηλεφωνικό κέντρο των ιστοτόπων, μέσω του οποίου, η οργάνωση παραπλανούσε τους καταναλωτές σχετικά με τα προς πώληση είδη, ενώ τα εμπορεύματα αποστέλλονταν μέσω συγκεκριμένου υποκαταστήματος εταιρείας ταχυμεταφορών, ιδιοκτησίας μέλους της ομάδας. Οι πληρωμές των πελατών γίνονταν αποκλειστικά με μετρητά, τα οποία στη συνέχεια πιστώνονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των «εικονικών» εταιρειών που αναγράφονταν στα δέματα. Από την έρευνα προέκυψε ότι, μέσω 4 ιστοτόπων, διακινήθηκαν πάνω από 90.000 αποστολές εμπορευμάτων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 6.600.000 ευρώ. Τα μέλη της δεύτερης ομάδας, είτε προέβαιναν, είτε συμμετείχαν στη σύσταση «εικονικών» εταιρειών και σε άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών που ανήκαν φαινομενικά σε αλλοδαπούς υπηκόους, τη διαχείριση των οποίων αναλάμβανε το αρχηγικό μέλος αυτής της υποομάδας. Τα πακέτα των εμπορευμάτων που διακινούνταν από τα μέλη της οργάνωσης, ανέγραφαν ως αποστολείς τις προαναφερόμενες «εικονικές» εταιρείες και αποστέλλονταν μέσω του υποκαταστήματος εταιρείας ταχυμεταφορών που χρησιμοποιούσε η πρώτη ομάδα.
Οι «εικονικές» εταιρείες χρησιμοποιούνταν επίσης για «ξέπλυμα» χρήματος για λογαριασμό των πραγματικών εταιρειών που διαχειρίζονταν τα μέλη της δεύτερης ομάδας, με μεταφορές χρημάτων και κατάρτιση τιμολογίων. Η τρίτη ομάδα, απαρτιζόταν από 2 άτομα, τα οποία προμήθευαν την εγκληματική οργάνωση με απομιμητικά προϊόντα που εισήγαγαν από την Τουρκία και την Κίνα. Επιπλέον, διαχειρίζονταν δικούς τους ιστότοπους και προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προκειμένου να πωλούν από εκεί απομιμητικά είδη, χρησιμοποιώντας 2 εικονικές εταιρείες ως αποστολείς και δεχόμενοι πληρωμές αποκλειστικά με μετρητά. Από την έρευνα προέκυψε ότι τα μέλη αυτής τη υποομάδας, από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέσω 3 ιστοτόπων και 16 προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πραγματοποίησαν τουλάχιστον 18.300 αποστολές εμπορευμάτων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 840.000 ευρώ.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν την Πέμπτη 16 Μαρτίου, σε Αττική και Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με την Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας Βορείου Ελλάδας και με τη συνδρομή ομάδων Ο.Π.Κ.Ε. και Δ.ΥΜ.ΕΤ., σε οικίες, εταιρείες ταχυμεταφορών, μεταφορική εταιρεία, 4 καταστήματα εμπορίας ειδών ένδυσης, 3 αποθήκες, 2 λογιστικά γραφεία και σε θυρίδα, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν :
9.940 ζεύγη υποδημάτων, 801 είδη ένδυσης, 212.650 ευρώ και 620 δολάρια Η.Π.Α., 25 χρυσές λίρες και αεροβόλο όπλο, 30 κινητά τηλέφωνα και 4 ηλεκτρονικές ταμπλέτες, 10 φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και 5 φορητές μονάδες αποθήκευσης (USB), 10 κάρτες τραπεζικών ιδρυμάτων, 8 σφραγίδες εικονικών εταιρειών, 28 πακέτα-δέματα εταιρειών ταχυμεταφορών, πλήθος καρτών τηλεφωνικών συνδέσεων, μπλοκ επιταγών και αποδεικτικά πληρωμών, διάφορα έγγραφα, σημειώσεις, καθώς και αποκόμματα αποστολών. Επίσης, σε έρευνα σε οικία ανευρέθηκαν παραστατικά στα οποία, μέλος της οργάνωσης, φαινόταν ως αποδεκτής ποσότητας υποδημάτων που μεταφέρονται ακτοπλοϊκά από την Κίνα σε κοντέινερ. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω κοντέινερ δεσμεύτηκε από το Τελωνείο Πειραιά, προκειμένου να ερευνηθεί εάν το περιεχόμενό του σχετίζεται με τις εγκληματικές δραστηριότητές της οργάνωσης.
Τα κατασχεμένα ψηφιακά πειστήρια και το όπλο θα αποσταλούν για εξέταση στις αρμόδιες υπηρεσίες της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών ενώ το χρηματικό ποσό θα κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν, όπως γνωμάτευσαν αρμόδιοι πραγματογνώμονες είναι παραποιημένα και καταστράφηκαν σε εταιρεία διαχείρισης απορριμμάτων. Για την υπόθεση ενημερώθηκαν σχετικά η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών.»